- επιπόλαιος
- -η, -ο (AM ἐπιπόλαιος, -ονθηλ. και ἐπιπολαία)1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ.β. «επιπόλαιες αγάπες»)2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά («επιπόλαιο τραύμα»)αρχ.1. αυτός που προεξέχει2. φανερός, πρόδηλος, καταφανής («ἐπιπόλαια γὰρ λέγομεν τὰ παντὶ δῆλα», Αριστοτ.)3. (για υπνο) ήσυχος, ελαφρός («ὔπνον... ἐπιπόλαιον», Λουκιαν.)4. κοινός, συνηθισμένος, κατώτερης ποιότητας («μὴ τὰς ἐπιπολαίους ἡδονὰς καὶ διατριβὰς ἀγαπᾱν», Δημοσθ.)5. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιπόλαιοντο επίπλοον*6. «επιπόλαια χρήματα» επιγρ.η κινητή περιουσία, τα έπιπλα.επίρρ...επιπολαίως και -αεπιφανειακά, όχι σε βάθος, ελαφρά, με επιπολαιότητα, χωρίς σαφή επίγνωση.[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπολής (βλ. λ. επιπολή)].
Dictionary of Greek. 2013.